ἀναλίσκει

ἀναλίσκει
ἀνᾱλίσκει , ἀναλίσκω
use up
pres ind mp 2nd sg
ἀνᾱλίσκει , ἀναλίσκω
use up
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λυπητικός — λυπητικός, ή, όν (AM) [λυπώ] αυτός που αισθάνεται λύπη αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπητικόν η ικανότητα να λυπάται, να αισθάνεται λύπη κάποιος («ὁ ἐπικήδειος αὐλός... ἐξαιρεῑ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», Πλούτ.). επίρρ... λυπητικά και λυπητικῶς (Μ)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”